-
1 βροχή
βρόχωgulp down: aor subj pass 3rd sg (epic)βροχήrain: fem dat sg (attic epic ionic)βροχῆι, βροχίςweb: fem dat sg (epic) -
2 βροχῇ
βρόχωgulp down: aor subj pass 3rd sg (epic)βροχήrain: fem dat sg (attic epic ionic)βροχῆι, βροχίςweb: fem dat sg (epic) -
3 βροχή
-
4 βροχη
-
5 βροχή
βροχήrain: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 βροχή
II moistening, Dsc.1.49, Philagr. ap. Orib.5.32.1, Mnesith.ib.8.35.11; steeping, in brewing, PTeb.401.27 (i A. D.). -
7 βροχή
βροχή, Benetzung, Regen -
8 βροχή
βροχή, ῆς, ἡ (Phryn. 291 Lob.; pap since III B.C. ‘irrigation’ [Mayser 421; POxy 280, 5; 593]) rain (Democrit. Fgm. 14, 8; Ps 67:10; 104:32; Philo, Leg. All. 1, 26; SibOr Fgm. 1, 32 and in Mod. Gk. [HKennedy, Sources of NT Gk. 1895, 153; Thumb 226]) of a torrential rain Mt 7:25, 27.—B. 68. DELG s.v. Βρέχω. M-M. -
9 βροχή
η прям., перен. дождь;ραγδαία βροχ — проливной дождь, ливень;
ψιλή βροχ — мелкий дождь;
νερό της βροχής — дождевая вода;
σύννεφο της βροχής — дождевая туча;
πέσανε βροχή οι ακρίδες — саранча налетела тучей;
-
10 βροχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βροχή
-
11 βροχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βροχή
-
12 βροχή
(проливной) дождь; син. ὄμβρος, ὑετός.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βροχή
-
13 βροχὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βροχὴ
-
14 βροχή
[врохи] ουσ. Θ. дождь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βροχή
-
15 βροχή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-2-0=2 Ps 67(68),10; 104(105),32 -
16 βροχή
[врохи] ουσ θ дождь. -
17 βροχή
la pluja -
18 βροχή
дождГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βροχή
-
19 βροχή
1) pleuvoir2) pluie -
20 βροχή
1) deszcz (m) rzecz.2) padać czas.3) ulewa (f) rzecz.
См. также в других словарях:
βροχή — rain fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
βροχή — η 1. το φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει νερό σε σταγόνες από την ατμόσφαιρα: Χτες έριξε μιαγερή βροχή. 2. μτφ., για μεγάλη ποσότητα και συχνότητα: Έπεσαν βροχή οι ακρίδες. – Πέφτουν βροχή οι σφαίρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροχῇ — βρόχω gulp down aor subj pass 3rd sg (epic) βροχή rain fem dat sg (attic epic ionic) βροχῆι , βροχίς web fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχαῖς — βροχή rain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχαί — βροχή rain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχῆς — βροχή rain fem gen sg (attic epic ionic) βροχίς web fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχήν — βροχή rain fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχῶν — βροχή rain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
ύω — Α 1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ εν. ως απρόσ.) ὕει βρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.) 3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.) 4. μέσ. ὕομαι… … Dictionary of Greek